- συμπαραστάτης
- ο , συμπαραστάτηςκ;(-ιδος) η 1) тот, кто стоит рядом; тот, кто солидарен, оказывает поддержку; 2) помощни|к, -ца; ассистент, -ка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συμπαραστάτης — one who stands by to aid masc nom sg συμπαρᾱστάτης , συμπαραστατέω stand by so as to assist imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) συμπαραστατέω stand by so as to assist imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) συμπαραστατέω stand by so as to assist… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαραστάτης — ο αυτός που βοηθάει κάποιον, υποστηρικτής: Του στάθηκε πολύτιμος συμπαραστάτης στις δύσκολες στιγμές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμπαραστάτης — ο, ΝΜΑ, θηλ. συμπαραστάτρια και συμπαραστάτισσα Ν [συμπαρίσταμαι] βοηθός, υποστηρικτής αρχ. συνήγορος … Dictionary of Greek
συμπαραστάται — συμπαραστάτης one who stands by to aid masc nom/voc pl συμπαραστάτᾱͅ , συμπαραστάτης one who stands by to aid masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαραστάτην — συμπαραστάτης one who stands by to aid masc acc sg (attic epic ionic) συμπαραστά̱την , συμπαρίστημι place by one s side together aor ind act 3rd dual (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαραστάτας — συμπαραστάτᾱς , συμπαραστάτης one who stands by to aid masc acc pl συμπαραστάτᾱς , συμπαραστάτης one who stands by to aid masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλληλέγγυος — α, ο (Α ἀλληλέγγυος, ον) αυτός που είτε από εκούσια δέσμευση είτε από τον νόμο έχει με άλλον ή άλλους κοινή υποχρέωση ή ευθύνη νεοελλ. 1. συνεργός, συμβοηθός, συμπαραστάτης 2. το ουδ. ως ουσ. το αλληλέγγυον η σχέση αλληλεγγύης, αμοιβαία ευθύνη,… … Dictionary of Greek
βοηθός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γλύπτης από τη Χαλκηδόνα (τέλη 3ου – μέσα 2ου αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Αθηναίωνα και, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Πλίνιου, εργάστηκε στην αυλή των βασιλιάδων της Περγάμου Άτταλου και Ευμένη και θεωρείται ο… … Dictionary of Greek
ενισχυτής — Συσκευή με την οποία επιτυγχάνεται η αύξηση του πλάτους ενός ηλεκτρικού σήματος ή, γενικότερα, μιας πληροφορίας ή εντολής. Ανάλογα με τον τύπο της πληροφορίας που πρόκειται να ενισχυθεί και τον προορισμό του σήματος εξόδου, υπάρχουν διάφορες… … Dictionary of Greek
συμπαραστατρία — και συμπαραστάτισσα, η, Ν βλ. συμπαραστάτης … Dictionary of Greek
συμπαραστατώ — έω, Α [συμπαραστάτης] συμπαρίσταμαι … Dictionary of Greek